υπερθαυμαστος

υπερθαυμαστος
    ὑπερθαύμαστος
    ὑπερ-θαύμαστος
    2
    изумительный, чудесный Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερθαυμαστος" в других словарях:

  • ὑπερθαύμαστος — most admirable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερθαύμαστος — ον, ΜΑ [θαυμαστός] εξαιρετικά θαυμαστός …   Dictionary of Greek

  • ὑπερθαύμαστον — ὑπερθαύμαστος most admirable masc/fem acc sg ὑπερθαύμαστος most admirable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθαύμαστα — ὑπερθαύμαστος most admirable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθαύμαστε — ὑπερθαύμαστος most admirable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»